μανίκι — το (λ. λατ.) 1. το μέρος των ρούχων γύρω από τα χέρια: Σκίστηκε το μανίκι της μπλούζας μου. 2. η λαβή του μαχαιριού: Κρατούσε απειλητικά το μαχαίρι από το μανίκι. 3. μτφ., κάτι πολύ δύσκολο: Αυτό το μάθημα είναι μανίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανικώνω — [μανίκι] 1. ράβω μανίκια σε ένδυμα 2. προσθέτω λαβή σε όργανο ή σε σκεύος, εφαρμόζω λαβή … Dictionary of Greek
αμάνικος — (I) η, ο [μανίκι] (κυρίως για ρούχα) αυτός που δεν έχει μανίκια. (II) η, ο [μανίκι] αυτός (π. χ. μαχαίρι) που δεν έχει λαβή … Dictionary of Greek
μανίκα — η [μανίκι] μεγάλο και φαρδύ μανίκι … Dictionary of Greek
μανικοκάπι — το 1. το μανίκι τής κάπας 2. φρ. «έχει την τράπουλα στο μανικοκάπι» λέγεται για μανιώδη χαρτοπαίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανίκι + κάπα] … Dictionary of Greek
φαρδομάνικος — η, ο, Ν 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φαρδιά μανίκια 2. το ουδ. ως ουσ. το φαρδομάνικο α) πλατύ μανίκι ενδύματος, ιδίως ράσου β) ένδυμα με φαρδιά μανίκια, ράσο 3. παροιμ. φρ. «καλά ν τα φαρδομάνικα, μα ν για τους δεσποτάδες» δηλώνει ότι πολλοί… … Dictionary of Greek
Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… … Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
κοντομάνικος — η, ο (για ρούχα) αυτός που έχει κοντά μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μάνικος (< μανίκι), πρβλ. μακρυ μάνικος, μαυρο μάνικος] … Dictionary of Greek